ομόπλους

ομόπλους
-ουν (Α ὁμόπλους, -ουν και -οος, -οον)
1. (για πλοίο) αυτός που πλέει μαζί, με τη συνοδεία άλλου
2. (για πρόσ.) συνταξιδιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + πλοῦς (< πλέω), πρβλ. ταχύ-πλους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὁμόπλους — sailing together masc/fem nom pl ὁμόπλους sailing together masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόπλουν — ὁμόπλους sailing together masc/fem acc sg ὁμόπλους sailing together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόπλοον — ὁμόπλοος sailing together masc/fem acc sg ὁμόπλοος sailing together neut nom/voc/acc sg ὁμόπλους sailing together masc/fem acc sg ὁμόπλους sailing together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομοπλοΐα — η ναυτ. [ομόπλους] ομαδικός πλους πολλών πλοίων συγχρόνως, που διαφέρει από τη νηοπομπή, κατά το ότι στην ομοπλοΐα δεν συμμετέχουν πολεμικά πλοία και αεροπλάνα προστασίας …   Dictionary of Greek

  • ομοπλοώ — (Α ὁμοπλοῶ, έω) [ομόπλους] (για πλοία) συμμετέχω σε ομοπλοΐα, πλέω μαζί με άλλα πλοία, συμπλέω …   Dictionary of Greek

  • ομοπλωτήρ — ὁμοπλωτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (για πλοίο) αυτός που πλέει μαζί με κάποιον άλλο, ομόπλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πλωτήρ (< πλώω «πλέω»)] …   Dictionary of Greek

  • ομόπλοια — ὁμόπλοια, ἡ (Α) [ομόπλους] το να πλέει ένα πλοίο μαζί με άλλο, κοινός πλους …   Dictionary of Greek

  • συνομόπλους — ουν, και ασυναίρ. οος, οον, Α συνταξιδιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμόπλους «συνταξιδιώτης»] …   Dictionary of Greek

  • ὁμόπλοοι — ὁμόπλοος sailing together masc/fem nom/voc pl ὁμόπλους sailing together masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”